- αλεηλάτητος
- η , ο [ος , ον ], αλεηλάτιστος, η , ο неразграбленный, нерасхищенный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αλεηλάτητος — αλεηλάτητος, η, ο και αλεηλάτιστος, η, ο αυτός που δε λαφυραγωγήθηκε: Οι επιδρομείς δεν άφησαν τίποτε αλεηλάτητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλεηλάτητος — η, ο [λεηλατώ] αυτός που δεν λεηλατήθηκε ή δεν μπορεί να λεηλατηθεί, αλαφυραγώγητος … Dictionary of Greek
αδήϊος — ἀδήϊος και ἀδῇος και δωρ. ἀδάϊος, ον (Α) 1. αλεηλάτητος, απείραχτος 2. (για πρόσωπα) άβλαφτος, άθικτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δήϊος] … Dictionary of Greek
αδιάρπαστος — η, ο (Α ἀδιάρπαστος, ον) [διαρπάζω] αυτός που δεν διαρπάστηκε, που δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος, ασύλητος, αδιαγούμιστος, αλήστευτος … Dictionary of Greek
αδιαγούμιστος — η, ο και ητος η, ο [διαγουμίζω] αλεηλάτητος, αδιάρπαστος, αλαφυραγώγητος … Dictionary of Greek
αλήιστος — ἀλήϊστος, ον (Α) αυτός που δεν μπορεί να ληστευθεί, αλεηλάτητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + ληϊστὸς < ληΐζομαι «λεηλατώ»] … Dictionary of Greek
αλαφυραγώγητος — η, ο [λαφυραγωγώ] αυτός που δεν λαφυραγωγήθηκε, δεν λεηλατήθηκε, αλεηλάτητος … Dictionary of Greek
αδιαγούμιστος — η, ο αλεηλάτητος: Οι Τούρκοι, όταν κυρίεψαν την Κων/πολη, δεν άφησαν τίποτε αδιαγούμιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακούρσευτος — η, ο αυτός που δε διαρπάχτηκε από κουρσάρους, αλεηλάτητος: Οι πειρατές λίγα νησιά του Αιγαίου είχαν αφήσει ακούρσευτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αλαφυραγώγητος — η, ο αλεηλάτητος: Οι εισβολείς δεν άφησαν τίποτε αλαφυραγώγητο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)